- αγαπησιάρης, -α, -ικο
- αγαπησιάρης, -α, -ικο και αγαπιάρης, -α, -ικο,1. ο ερωτιάρης: Ήταν γνωστός αγαπησιάρης, γι' αυτό εκείνη δεν του 'δωσε σημασία.2. ο αξιαγάπητος, ο συμπαθητικός: Aυτή η γάτα είναι πολύ αγαπησιάρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.